Τυχαίες Λέξεις Νέτα, Οψές, Πασπατώντας, Ζαβλακωμένος, Παντώ, Φιλεύγω, ΙΙαπαδουλίζουνε (τα μάτια μου), Ιμπρέτι, Παντρεμένη φάβα, Κάνω (κάπου), Ζάφτι, Ανεμουρίζομαι, Μαγατζές, Χαέρολά, Αβάτευτο αυγό, Ανεμαζωξάρης, Θράψαλα, Ξεμανίζω, Παπάρα, Νυστάγρα, Λάμεται ή Λάμνεται ή Λάσσεται, η αίγα ή η προβατίνα κ.α., Εράικε (ν), Ύστερο ή Λευτέρι, Γιβεντίζομαι, Ώσαμε., Άλα-μπίρι, Μαυροφορεύγω, Ιδιαμένη ώρα ή ιδιασμένη ώρα, Κακοριζικιά, Θολόπετρα |
Νέτα | Με πολή κούραση. «Ήτονε κακοπατιά, μεγάλο ανεβόλεμα κι ως ήκανε και κάψα, εφτάξαμε στι σπίτι μας όλοι νέτα ...» |
Οψές | Χθες «Οψές το πρωί ήρθε στο χωργιό ένας πραματευτής κι επούλιε του κόσμου τα πράματα. Ήπηρα κι εγώ πηρουνοκούταλα καμπόσα και δυο τζισβεδάκια το ένα λουμινένιο και τ’ άλλο εμαγένιο γιατί από τα παλιά μου το ένα ετρύπησε και τ’ άλλο εξεχανίστηκε...» |
Πασπατώντας | Ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας «Κατασκότιδο ήτονε οντε-ν-εβγήκαμε απού το χορό και δεν είχαμε φενέρι με τη θυγατέρα μου. Πασπατώντας ευρίσκαμε τσοι τοίχους και επηαίναμε...» |
Ζαβλακωμένος | Κακόκεφος «Όλοι τραγουδούνε και χορεύγουνε και χωρατεύγουνε ο γεις τ’ αλλού και μόνο ο γιός μας κάθεται στη μπάντα ζαβλακωμένος. Ήπεψα τη θειά μου τη Μαργή κι επήε και τον ενερώτηξε μα δεν τση ξεφανέρωσε ιντά ’χει...» |
Παντώ | Επιβλέπω, βόσκω ζώα «Επάντου μια βολά στην Κεφάλα τα οζά μας κι ήπιασε τσίκνα έντεκα μέρες. Η κουμπάνια μου ήτονε για πέντε μέρες κι εγώ επέρασα οχτώ. Τσι τρεις ήμουνε νηστικός. Ελόγιασα πως ήλα με κατεβάσουνε με την τάβλα, μα ήπεψ’ ο Θεός και εσταμάτησε το κακό...» |
Φιλεύγω | Φιλοδωρώ, χαρίζω, κερνώ «Ποτέ μου δεν ξεχνώ τα χιλιόκαλα απού με φίλευγε η θειά μου η Μανολογιάνναινα οντε-ν-επήαινα μικιό κοπέλι στο σπίτι τζη στο χωργιό. Χουρμάδες ξεραμένους, κολαΐνες κιοφτέρι με μπόλικα καρυδαμύγδαλα, κυδώνι κοφτό, παξιμαδάκια λαδωτά και πολλά ακόμη λειξίδια...» «Θέλω μωρέ Νικολή να χωνέψει ο έγγονάς σου πως είμαστε δικολογιά και να συνηθίσει να ’ρχεται και στο δικό μας σπίτι, για κειόνά, όποτε τονε δω ξανοίγω πώς και πώς να τονε φιλεύγω, πότε σοκολάτα, πότε λουκούμι γή ό,τι βρω...» |
ΙΙαπαδουλίζουνε (τα μάτια μου) | Τρεμοπαίζουνε και θαμπώνουν «Η αδυνατή κεφαλαργιά έμου ζαλάδα μου φέρνει, έμου τα μάτια μου παπαδουλίζουνε και δεν καλοθωρώ και επαραίτησα στη μπάντα τα κεντήματα...» |
Ιμπρέτι | Συνήθεια «Εγώ δεν πεινώ γιατί ’ναι λίγη ώρα απού ήφαγα, και δα φάω μόνο δυο κουταλιές έτσά για το ιμπρέτι να πιω κι ένα-ν- κρασάκι για το εις υγεία...» |
Παντρεμένη φάβα | Βάζουν λάδι στην κατσαρόλα, κόβουν ψιλό- ψιλό κρεμμυδάκι και το τσιγαρίζουν και βάζουν μέσα την βρασμένη φάβα, την ανακατεύουν καλά, την αφήνουν να χοχλάσει και είναι έτοιμη. Συνοδεύεται με σαλατικά.
|
Κάνω (κάπου) | Μου αρέσει, περνώ καλά «- Κάνεις Ελπίδα στον τόπο μας; - Κάνω, γιατί κι ο τόπος είναι όμορφος κι οι αθρώποι είναι όλοι καλοί...» |
Ζάφτι | Τιθάσευμα, επικράτηση, υπερίσχυση. Δεν τονε κάνω ζάφτι. Δεν μπορώ να τον φέρω στα νερά μου, να τον τιθασεύσω, να επικρατήσει η γνώμη μου, να υπερισχύσω «Δε δα το ’βανε ποτέ ο νους μου πως ήθελα κάνει ζάφτι στα χέργια o Σπύρος τον Ξενοφό. O Ξενοφός φαίνεται πλια ζωηρός και πλια δυναμερός κι ο Σπυρίδος δείχνει κακουντές. Κι απόι...» |
Ανεμουρίζομαι | Φεύγω κακήν κακώς, εξαφανίζομαι «Ήκαμε o κεραβέλης την κουτσουκέλα και ντελόγο ενεμουρίστηκε για να γλυτώσει την απανταχαούσα...» «- Εσύ `σαι μωρέ απού γροικώ και λες κακές κουβέντες; Ανεμουρίσου να μη σε θωρώ ομπρός μου...» |
Μαγατζές | Εξοχικό αγροτικό σπίτι- αποθήκη «Ο Αγριλός είναι γεμάτος μαγατζέδες. Εκειά αποθηκεύγανε παλιά τσι σοδειές τως και περίττο μου τα κρασόρακα. Εδά τα κουβαλιούμε στο χωργιό στσ’ αποθήκες μας...» |
Χαέρολά | Ευχή: Με το καλό «...Ε..., Χαέρολά... Εγώ θωρώ και εντακάρετε και χτίζετε καινούργιο σπίτι...» |
Αβάτευτο αυγό | Μη γονιμοποιημένο αυγό «Άμα δεν έχομε πετεινό και θέλομε νε θέσομε κλωσού, κάνομε αλλαξά τ' αυγά μας που είναι αβάτευτα, με αυγά βατεμένα από τη γειτονιά...» |
Ανεμαζωξάρης | Κάτοικος ενός τόπου που κατάγεται απ' αλλού «Μπόλικους αναμαζωξάριδες έχει κι εμάς το χωργιό μας ήπεψε ο Θεός κι είναι όλοι ντως καλοί άνθρωποι και δούλοι και τσ’ έχομε ως έχομε τσοι χωργιανούς... » |
Θράψαλα | Θρύψαλα «Την παλιά κανάτα του παππού μας, απού την επρόσεχα ωσάν τα μάτια μου, την ήδωκε η μάνα μου του κοπελιού γεμάτη κρασί να τηνε πάει τω μαστόρω, κι αυτό εγκρεμίστηκε στη στράτα και έμου την κανάτα ήκαμε θράψαλα, έμου στα χέργια του καρφώσανε γιαλιά, εμού το κρασί εχύθη...» |
Ξεμανίζω | Ξεθυμώνω, παύω να είμαι θυμωμένος «Εμανίσανέ ντονε το πρωί στο καφενείο με τα κομματικά και δεν εξεμάνισε ακόμη. Όλη μέρα γρίζει…» |
Παπάρα | Στη φράση: "Παίρνω την παπάρα" Παίρνω την ευθύνη και το βάρος μιας εργασίας δύσκολης σε αντίθεση με άλλους εξίσου υπεύθυνους που πραγματοποιούν μόνο το εύκολο μέρος.
|
Νυστάγρα | Νύστα «Τη μια-ν-αργατινή ξενυχτισμένος στη βάφτιση, την άλλη ξενυχτισμένος στο πανεγύρι, έχω σήμερα μια νυστάγρα τση κακής ώρας. Μως και νυχτιάσει δα πα να θέσω...» |
Λάμεται ή Λάμνεται ή Λάσσεται, η αίγα ή η προβατίνα κ.α. | Κατέχεται από γεννετήσια διέγερση. Λένε και: Θυμάται, Γυρεύγει, Θέλει κ.λ.π «Η αίγα μας λάμεται, μόνο να τηνε πάμε στα οζά να λαστεί. Αύριο ντελόγο να τηνε πας στην Κεφάλα...» |
Εράικε (ν) | Εράγισε «Οντο-ν- ήκουσα τα μαντάτα για το Νικολή εράικεν η καρδία μου απού τον καημό, γιατί έμου δικολογιά μας ήτονε, έμου καλός φίλος...» |
Ύστερο ή Λευτέρι | O πλακούντας «Μως και δα γεννηθεί το κοπέλι πρέπει να βγει και το ύστερο, το λευτέρι. Για κειονά η μαστόρισσα του λέει: "Ο άψυχος κλουθά τση ψυχής". Ανε αργεί να βγει δίνουνε στη γυναίκα ένα μπουκάλι και το φυσά ωσάν να θέλει να το φουσκώσει, γή τηνε καπνίζουνε με ράπες ταν σταργιού ανεκατωμένες με κουτσουλιές των περιστεργιώ, γή τση δίνουνε δυο κουταλιές σαπουνάδα και τηνε πίνει...» |
Γιβεντίζομαι | Ντροπιάζομαι.
|
Ώσαμε. | Ίσαμε, μέχρι «Από ’παε ώσαμε το χωργιό μας είναι ίσα-ίσα δεκάξε χιλιόμετρα και το μεσοστράτι είναι απάνω-κάτω στην Κορακιά...» |
Άλα-μπίρι | O Θεός ξέρει «Πολλά τη μεγάλη κάνει και πολλά την ψιλοδάκατη η κοπελιά που ενεμάζωξε απού την Αθήνα ο Δημοστένης του Περή. Άλα-μπίρι ποια να ’ναι και παριστάνει πως είναι αρχόντισσα...» |
Μαυροφορεύγω | Ντύνομαι στα μαύρα «Την κατοχή εμαυροφορέψανε τέσσερα χωργιά γύρου-γύρου μας. Σαράντα ανομάτους εσκοτώσανε οι Γεμρανοί...» |
Ιδιαμένη ώρα ή ιδιασμένη ώρα | Την ίδια στιγμή, αμέσως «Άμε Νικολή την ιδιαμένη ώρα να πεις του δραγάτη να στιμάρει την εζημιά, γιατί ανε ντακάρει αέρας γή βροχή η εζημιά δε φαίνεται πόση είναι. Και πε ντου να μου πει ίσαμ’ αύριο το πρωί ιντά ’καμε να κατέχω...» |
Κακοριζικιά | Η κακοτυχία «Ανεστοράστε όλοι το κάλλος τση και την αρχοντιά τζη και την καλοπέραση τζη πριχού παντρευτεί το βρώμο απού τη βάλανε οι γονέοι τζη κι ήπηρε; Να μην τη δείτε εδά, στην Αθήνα, στην κακοριζικιά τζη, γιατί δα ραΐσει κι εσάς η καρδιά σας…» |
Θολόπετρα | Πέτρα κατάλληλη για χτίσιμο θόλου «Θολόπετρες εφέρνανε απού τα Χωρδάκια κι από του Σωτήρη το Λάκκο που δεν εθέλανε και πολύ πελέκημα...» |
|